- ῥιζοβόλος
- ῥιζοβόλοςstriking rootmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ριζοβόλος — ο / ῥιζοβόλος, ον, ΝΑ νεοελλ. το φυτό καρυόκαρο(ν) αρχ. αυτός που βγάζει ρίζες, που ριζοβολάει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. φυλλο βόλος)] … Dictionary of Greek
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek
ριζοβολώ — ῥιζοβολῶ, έω, ΝΑ, και ριζοβολώ, άω, Ν [ῥιζοβόλος] βγάζω ρίζες, ριζώνω νεοελλ. μτφ. αποκτώ σταθερές βάσεις, προκόβω («ριζοβόλησε η ιδέα τής επανάστασης») … Dictionary of Greek